- μαραμπού
- Πτηνό της οικογένειας των πελαργιδών· ονομάζεται επίσης βρογχοκηλικός πελαργός, εξαιτίας του αεροφόρου θυλάκου που φέρει στο εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού που αποτελεί διεύρυνση του οισοφάγου. Η επιστημονική ονομασία του είναι Leptoptilos crumeniferus. Το μ. έχει συνολικό μήκος περίπου 1,50 μ. και ζυγίζει κατά μέσο όρο 9 κιλά· τα ψηλά και ισχυρά πόδια του καταλήγουν σε τέσσερα δάχτυλα, όλα στο ίδιο επίπεδο, από τα οποία τρία είναι στραμμένα προς τα εμπρός και ενωμένα με μεμβράνη. Το φτέρωμά του είναι μαύρο ή γκρίζο με μεταλλικές ανταύγειες στα ανώτερα μέρη και στις πτέρυγες, ενώ τα κατώτερα μέρη είναι λευκά. Τα ελαφρά λευκά φτερά της ουραίας ζώνης έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν ως στόλισμα γυναικείων φορεμάτων και καπέλων. Ο λαιμός και το κεφάλι, αντίθετα, δεν έχουν φτερά.
Η διατροφή του μ. στηρίζεται κυρίως σε κουφάρια ζώων· ωστόσο, τρέφεται και με ζωντανά θηράματα, όπως ψάρια, ερπετά και ακρίδες, τα οποία αναζητεί στις όχθες ποταμών και βάλτων, ενώ συναντάται και σε κατοικημένες τοποθεσίες όπου ψάχνει τα απορρίμματα για αποσυντεθειμένες οργανικές ουσίες. Εξαιρετικά αδηφάγο, έξυπνο και εξημερωμένο, το μ. είναι διαδεδομένο στην τροπική Αφρική μεταξύ της έρήμου Σαχάρα και της νότιας Αφρικής. Αναπαράγεται κατά την ξηρή περίοδο, όταν τα επίπεδα του νερού είναι χαμηλά και είναι ευκολότερο να βρει τροφή (βατράχους και ψάρια) για τους νεοσσούς. Στην Ινδία ζει ένα άλλο είδος, το Leptoptilos dubius, που είναι λίγο μεγαλύτερο αλλά όμοιο με το μ., και το οποίο θεωρείται από μερικούς πληθυσμούς ως ιερό ζώο.
Το μαραμπού (leptoptilos crumeniferus) ανήκει στην οικογένεια των πελαργιδών.
* * *τοζωολ. κοινή ονομασία μεγαλόσωμων πελαργόμορφων πτηνών, χρώματος λευκού και φαιού, τού γένους λεπτόπτιλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marabout < πορτογαλ. marabuto < αραβ. marābut «ασκητής, ερημίτης»].
Dictionary of Greek. 2013.